- πλαγιότιτλο
- το, Νμικρό άρθρο εφημερίδας με τον τίτλο του όχι πάνω αλλά δίπλα στο κείμενο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + τίτλος. Η λ., στον λόγιο τ. πλαγιότιτλον, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλαγιότιτλο — το μικρό άρθρο εφημερίδας που έχει τον τίτλο όχι πάνω, αλλά πλάι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… … Dictionary of Greek